Home / Newsletter / Newsletter ΙΜΕΘΑ (Δεκέμβριος 2020)

Newsletter ΙΜΕΘΑ (Δεκέμβριος 2020)

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Στο τέλος μιας τόσο δύσκολης για όλους χρονιάς, το ΙΜΕΘΑ συνεχίζοντας την on-line ενημέρωσή σας στην ιατρική εκπαίδευση, σας στέλνει το τελευταίο για το 2020, Ενημερωτικό Δελτίο με πολλά και ενδιαφέροντα θέματα, στο επιστημονικό πεδίο της Θρόμβωσης.

Ο Πρόεδρος του ΙΜΕΘΑ
Α. Τσελέπης, MD, PhD                                             
Καθηγητής Βιοχημείας-Κλινικής Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Ο Γεν. Γραμματέας του ΙΜΕΘΑ & Υπεύθυνος Σύνταξης
Γ. Ντάιος, MD, PhD
Αν. Καθηγητής Παθολογίας, Παθολογική Κλινική, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Επιμέλεια κειμένων
Α. Καραγιαννάκη, MD
Υποψήφια Διδάκτωρ, Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας


 

Η ριβαροξαμπάνη είναι μη κατώτερη της βαρφαρίνης στους ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή και βιοπροθετική μιτροειδή βαλβίδα: Μελέτη RIVER  

(Rivaroxaban Noninferior to Warfarin Patients With Atrial Fibrillation and a Bioprosthetic Mitral Valve: Presentation title: Rivaroxaban Versus Warfarin in Patients With Bioprosthetic Mitral Valves and Atrial Fibrillation or Flutter: Primary Results From the RIVER Randomized Trial  https://www.nejm.org/doi/pdf/10.1056/NEJMoa2029603 ID=301398584)

Η μελέτη RIVER αφορά σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή και βιοπροσθετική μιτροειδή βαλβίδα διεξήχθη σε 49 κέντρα στη Βραζιλία και περιελάμβανε 1005 ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή (~ 96%) ή κολπικό πτερυγισμό (~ 4%) και βιοπροθετική μιτροειδής βαλβίδα. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν 1: 1 σε χορήγηση ριβαροξαμπάνης 20 mg ημερησίως (15 mg για κάθαρση κρεατινίνης: 30-49 ml/min) ή βαρφαρίνη (με στόχο INR: 2.0-3.0). Πρόκειται για μελέτη μη κατωτερότητας της ριβαροξαμπάνης έναντι της βαρφαρίνης με στατιστική σημαντικότητα p non inferiority < 0.001. Στην ανάλυση μετά από περίοδο follow-up 1 έτους, ο χρόνος επιβίωσης χωρίς συμβάντα ήταν 7,4 ημέρες μεγαλύτερος με τη ριβαροξαμπάνη σε σχέση με τη βαρφαρίνη. Μεταξύ των 95 ασθενών των οποίων ο χρόνος από την εμφύτευση της μιτροειδούς βαλβίδας ήταν μικρότερος από 3 μήνες, η διαφορά ήταν 35,2 ημέρες. Μεταξύ των δευτερευόντων σημείων αποτελεσματικότητας, η συχνότητα εμφάνισης ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου ήταν μικρότερη στην ομάδα της ριβαροξαμπάνης (0,6% έναντι 2,5%), ενώ η συχνότητα εμφάνισης αιμορραγίας ήταν παρόμοια στις δύο ομάδες. Τα ευρήματα της μελέτης RIVER είναι ιδιαιτέρως σημαντικά, διότι αποτελεί την πρώτη μελέτη με ασφαλή αποτελέσματα για τη χρήση ενός νεώτερου από του στόματος αντιπηκτικού (ριβαροξαμπάνη)  σε ασθενείς με βιοπροσθετική βαλβίδα στη μιτροειδή και κολπικές αρρυθμίες (κολπική μαρμαρυγή ή κολπικό πτερυγισμό) σε διάρκεια παρακολούθησης 1 έτους.

Διαβάστε περισσότερα


Ο συνδυασμός polypill-ασπιρίνης μειώνει τις καρδιαγγειακές παθήσεις κατά σχεδόν 40% σε άτομα μεσαίου κινδύνου: Μελέτη TIPS-3 

(Polypill Plus Aspirin Reduces Cardiovascular Disease by Almost 40% in Intermediate-Risk Individuals: Presentation title: A Polypill for Primary Prevention of Cardiovascular Disease in Intermediate Risk People: Results of The International Polycap Study (TIPS)-3  https://www.nejm.org/doi/full/10.1056/NEJMoa2028220).

Η μελέτη TIPS-3 αξιολόγησε την πρωτογενή καρδιαγγειακή πρόληψη με ημερήσιο polypill (πολυχάπι) που αποτελείται από ατενολόλη 100 mg, ραμιπρίλη 10 mg, υδροχλωροθειαζίδη 25 mg και σιμβαστατίνη 40 mg με ή χωρίς ασπιρίνη 75 mg. Συνολικά 5713 άτομα (μέση ηλικία: 63,9 έτη, 53% γυναίκες) τυχαιοποιήθηκαν 1: 1 να λάβουν το «πολυχάπι» ή placebo. Περίπου 84% των ασθενών είχαν υπέρταση και 37% είχαν διαβήτη. Η πρωτογενής σύνθετη έκβαση του καρδιαγγειακού θανάτου, του μη θανατηφόρου ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, του μη θανατηφόρου οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, της υπό αναζωογόνηση καρδιακής ανακοπής ή της αρτηριακής επαναγγείωσης μειώθηκε κατά 21% στην ομάδα που έλαβε το «πολυχάπι» έναντι της ομάδας που έλαβε placebo και κατά 31% στην ομάδα που έλαβε το συνδυασμό «πολυχάπι»- ασπιρίνη έναντι της ομάδας που έλαβε placebo. Μια ανάλυση που εξαίρεσε ασθενείς που διέκοψαν τη φαρμακευτική αγωγή για μη ιατρικούς λόγους αποκάλυψε όφελος ~40% για το συνδυασμό «polypill»-ασπιρίνη. Σε διάστημα 6 ετών, η συστολική αρτηριακή πίεση μειώθηκε κατά 5,8 mm Hg στην ομάδα με το «πολυχάπι» έναντι του placebo. Η LDL χοληστερόλη μειώθηκε σε διάστημα 2 ετών κατά 19mg/dL. Τα ποσοστά ανεπιθύμητων ενεργειών, συμπεριλαμβανομένης μείζονος και ελάσσονος αιμορραγίας, ήταν γενικά παρόμοια μεταξύ των ομάδων. Περίπου 3 έως 5 εκατομμύρια επεισόδια καρδιαγγειακών συμβάντων θα αποφευχθούν, εάν ο μισός από τον ενδεικνυόμενο πληθυσμό ελάμβανε το «πολυχάπι». Τα μελλοντικά «πολυχάπια» με μεγαλύτερη επίδραση στη μείωση της αρτηριακής πίεσης και της χοληστερόλης μπορεί να οδηγήσουν σε μεγαλύτερα οφέλη.

Διαβάστε περισσότερα


Η Τικαγρελόρη είναι μη ανώτερη της κλοπιδογρέλης στην πρόληψη οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου μετά από αγγειοπλαστική σε ασθενείς με σταθερή στεφανιαία νόσο: Μελέτη ALPHEUS  

(Ticagrelor Nonsuperior to Clopidogrel for Prevention of MI After Elective PCI in Patients With Stable Coronary Disease Presentation title: Ticagrelor Versus Clopidogrel in Elective Percutaneous Coronary Intervention: The ALPHEUS Trial.  https://www.thelancet.com/journals/lancet/article/PIIS0140-6736(20)32236-4/fulltext ID=301398584 )

Στην πολυκεντρική μελέτη ALPHEUS, 1833 ενήλικες με σταθερή στεφανιαία νόσο με ένα χαρακτηριστικό υψηλού κινδύνου που υπεβλήθησαν σε αγγειοπλαστική τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν τικαγρελόρη 180 mg ή κλοπιδογρέλη 300 ή 600 mg (κατά τη διακριτική ευχέρεια του ιατρού) ως δόση φόρτισης. Για συντήρηση, οι ασθενείς έλαβαν τικαγρελόρη 90 mg δύο φορές ημερησίως ή κλοπιδογρέλη 75 mg ημερησίως έπειτα. Η ένταξη στη μελέτη απαιτούσε τουλάχιστον 1 παράγοντα υψηλού κινδύνου με αρνητικά ή μέτρια θετικά επίπεδα τροπονίνης που μειώνονταν πριν από την αγγειοπλαστική. Το πρωταρχικό τελικό σημείο εμφράγματος του μυοκαρδίου ή μυοκαρδιακής βλάβης στις 48 ώρες ή στο εξιτήριο εμφανίστηκε στο 35,5% των ασθενών στην ομάδα της τικαγρελόρης, σε σύγκριση με το 36,2% των ασθενών στην ομάδα της κλοπιδογρέλης. Το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, η θρόμβωση του στεντ και τα ποσοστά μείζονος μυοκαρδιακής βλάβης ήταν επίσης παρόμοια μεταξύ των ομάδων. Ενώ δεν παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση αιμορραγιών στην ομάδα της τικαγρελόρης στις 48 ώρες, οποιαδήποτε αιμορραγία και ενόχληση ή οι ελάσσονες αιμορραγίες αυξήθηκαν σημαντικά στις 30 ημέρες. Η δύσπνοια ήταν επίσης συχνότερη στην ομάδα  της τικαγρελόρης (11,2%) από ό, τι στην ομάδα της κλοπιδογρέλης (0,5%) και οδήγησε σε συχνότερη διακοπή του φαρμάκου της μελέτης (2,2% έναντι 0,4%, αντίστοιχα).

Διαβάστε περισσότερα


Οι βιοδείκτες πήξης είναι ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες για αυξημένες απαιτήσεις οξυγόνου στη νόσο COVID‐19. 

(Coagulation biomarkers are independent predictors of increased oxygen requirements in COVID‐19 https://doi.org/10.1111/jth.15067 Full article available at: https://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/jth.15067 ). 

Σε 243 ενήλικες με νόσο COVID‐19 συλλέχθηκε κατά την εισαγωγή δείγμα αίματος για ανάλυση στο πλάσμα βιοδεικτών πήξης, συμπεριλαμβανομένων του παράγοντα FVIII και του παράγοντα VWF. Η συσχέτιση μεταξύ πρωτεΐνης CRP, χρόνου ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης, χρόνου προθρομβίνης, δ-διμερών, ινωδογόνου, παράγοντα FVIII, αντιγόνου VWF (VWF: Ag) και πηλίκο FVIII/VWF:Ag και ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων (αυξημένες απαιτήσεις σε οξυγόνο, θρόμβωση και θάνατος την ημέρα 30), αξιολογήθηκαν με ανάλυση παλινδρόμησης μετά από προσαρμογή στην ηλικία, το φύλο, τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), το σακχαρώδη διαβήτη και την αρτηριακή υπέρταση. Σε μονοπαραγοντική ανάλυση παλινδρόμησης, τα αυξημένα επίπεδα CRP και ινωδογόνου και τα μειωμένα επίπεδα του πηλίκου FVIII/VWF:Ag κατά την εισαγωγή, συσχετίστηκαν σημαντικά με τον κίνδυνο αυξημένης απαίτησης σε οξυγόνο κατά την περίοδο του follow-up. Τα λευκοκύτταρα, τα αιμοπετάλια, τα δ-διμερή και ο παράγοντας FVIII συσχετίστηκαν με την πρώιμη έναρξη θρόμβωσης μετά την εισαγωγή. Κατόπιν προσαρμογής για την ηλικία, το φύλο, τον ΔΜΣ, την αρτηριακή υπέρταση και το σακχαρώδη διαβήτη, αυτές οι συσχετίσεις δεν τροποποιήθηκαν. Οι βιοδείκτες πήξης είναι πρώιμοι και ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες για αυξημένες απαιτήσεις σε οξυγόνο σε ασθενείς με νόσο COVID-19.

Διαβάστε περισσότερα


Αυξημένος κίνδυνος MALE σε ασθενείς με αντίσταση στην κλοπιδογρέλη: Ανάλυση υποομάδας της μελέτης PACE. 

(Increased Risk of Major Limb Events in Poor Clopidogrel Responders: Platelet Activity in Vascular Surgery and Cardiovascular Events (PACE) Study Subgroup Analysis. https://doi.org/10.1016/j.jvs.2020.08.098 Full article available at:  https://www.jvascsurg.org/article/S0741-5214(20)31982-0/fulltext)

H μελέτη PACE (εκτίμηση της δραστηριότητα των αιμοπεταλίων στην Αγγειοχειρουργική και τα καρδιαγγειακά συμβάντα) διερεύνησε τη μεταβλητότητα στην ανταπόκριση στην κλοπιδογρέλη και τη σχέση της με τις κλινικές εκβάσεις. Από τους 300 ασθενείς της μελέτης PACE, 119 έλαβαν κλοπιδογρέλη. Η συσσώρευση αιμοπεταλίων, χρησιμοποιώντας ως ενεργοποιητή το ADP, μετρήθηκε αμέσως πριν από την επαναγγείωση. Οι ασθενείς τέθηκαν σε περίοδο παρακολούθησης (follow-up) 18 μηνών. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε ομάδες σύμφωνα με το επαγώμενο από ADP ποσοστό συσσώρευσης στα 300 δευτερόλεπτα (συσσώρευση <50%, φυσιολογική ανταπόκριση, συσσώρευση ≥50%, κακή ανταπόκριση). Συνολικά, η μέση ηλικία ήταν 70 έτη και το 39,5% ήταν γυναίκες. Τριάντα έξι (30,3%) ασθενείς είχαν μείζον συμβάν άκρου (major adverse limb event- MALE). Συγκεκριμένα, 15 είχαν μείζων ακρωτηριασμό και 25 χρειάστηκαν μείζονα επανεγχείρηση. 60 ασθενείς υποβλήθηκαν σε ανοιχτές ή υβριδικές επεμβάσεις και 50 ασθενείς υποβλήθηκαν σε ενδοαγγειακές επεμβάσεις. Οι υπόλοιποι εννέα ασθενείς δεν είχαν καμία παρέμβαση. Από την ομάδα των 119 ασθενών, 97 ασθενείς ελάμβαναν ασπιρίνη. Συνολικά, η διάμεση συσσώρευση ήταν 22,5% και 27 ασθενείς (26%) εμφάνισαν αντίσταση στην κλοπιδογρέλη. Η αρχική συσσώρευση ήταν υψηλότερη σε ασθενείς με  MALE, σε σύγκριση με ασθενείς χωρίς MALE. Μετά από πολυμεταβλητή προσαρμογή για την ηλικία, το φύλο, τη φυλή / εθνικότητα, τον δείκτη μάζας σώματος, την παρουσία σακχαρώδη διαβήτη, την παρουσία στεφανιαίας νόσου και την ασπιρίνη, η αυξημένη συσσώρευση συσχετίστηκε με MALE. Μετά την πολυμεταβλητή προσαρμογή, η αντίσταση στην κλοπιδογρέλη οδήγησε σε αυξημένο κίνδυνο για MALE, συγκριτικά με τη φυσιολογική ανταπόκριση στο φάρμακο. Συμπερασματικά, μεταξύ των ασθενών που υποβάλλονται σε επαναγγείωση κάτω άκρων, η αντίσταση στην κλοπιδογρέλη σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης MALE. Σε αυτούς τους ασθενείς, θα πρέπει να εξετασθεί το προεγχειρητικό screening για τη διασφάλιση της θεραπευτικής απόκρισης στην κλοπιδογρέλη.

Διαβάστε περισσότερα


H αξία του Coronary Artery Calcium scanning σε συνδυασμό με το καθαρό όφελος της ασπιρίνης στην πρωτογενή πρόληψη της αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου 

(Value of Coronary Artery Calcium Scanning in Association With the Net Benefit of Aspirin in Primary Prevention of Atherosclerotic Cardiovascular Disease doi:10.1001/jamacardio.2020.4939  Full article available at:  https://jamanetwork.com/journals/jamacardiology/fullarticle/10.1001/jamacardio.2020.4939?guestAccessKey=3b7cf9c0-4846-41d3-abe1-382080a349d9&utm_content=weekly_highlights&utm_term
=112220&utm_source=silverchair&utm_campaign=jama_network&cmp=1&utm_medium=email)

Στην προοπτική μελέτη κοόρτης της Dallas Heart Study συμμετείχαν ασθενείς χωρίς γνωστή αθηροσκληρωτική νόσο που δεν ελάμβαναν ασπιρίνη. Συνολικά 2191 συμμετέχοντες (μέση ηλικία 44 ετών, 1247 γυναίκες και 1039 αφροαμερικανοί) είχαν 116 μείζονες αιμορραγίες και 123 συμβάντα αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου (atherosclerotic cardiovascular disease- ASCVD) σε διάμεση περίοδο follow-up 12,2 χρόνια. Οι υψηλότερες κατηγορίες ασβεστίου στεφανιαίας αρτηρίας (coronary artery calcium- CAC) (τιμές CAC:1-99 και ≥100 έναντι CAC:0) συσχετίστηκαν τόσο με συμβάντα ASCVD όσο και με αιμορραγικά συμβάντα, αλλά η συσχέτιση μεταξύ CAC και αιμορραγίας μειώθηκε μετά από πολυμεταβλητή προσαρμογή. Εφαρμόζοντας εκτιμήσεις μετα-ανάλυσης, ανεξάρτητα από το CAC, η χρήση ασπιρίνης εκτιμήθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα καθαρή βλάβη σε άτομα με χαμηλό (<5%) και ενδιάμεσο (5%-20%) 10ετή κίνδυνο για συμβάντα ASCVD και καθαρό όφελος σε άτομα με υψηλό ( ≥20%) κίνδυνο για συμβάντα ASCVD. Μεταξύ των ατόμων με χαμηλότερο αιμορραγικό κίνδυνο, η βαθμολογία CAC ≥100, ανέδειξε άτομα που θα είχαν καθαρό όφελος, αλλά μόνο σε άτομα με οριακό ή υψηλότερο (≥5%) 10ετή κίνδυνο για συμβάντα ASCVD. Σε άτομα με υψηλότερο αιμορραγικό κίνδυνο, θα υπήρχε καθαρή βλάβη από την ασπιρίνη ανεξάρτητα από τη βαθμολογία κίνδυνο CAC και τον κίνδυνο για συμβάντα ASCVD. Συμπερασματικά, η υψηλότερη βαθμολογία CAC σχετίζεται τόσο με συμβάντα ASCVD όσο και με αιμορραγικά συμβάντα, με ισχυρότερη συσχέτιση με τα συμβάντα ASCVD. Μια υψηλή βαθμολογία CAC προσδιορίζει τα άτομα που εκτιμάται ότι θα αποκομίσουν καθαρό όφελος από την πρωτογενούς πρόληψης θεραπεία με ασπιρίνη, σε σχέση με τα άτομα που δεν θα το είχαν, αλλά μόνο σε περίπτωση χαμηλότερου αιμορραγικού κινδύνου και εκτιμώμενου κινδύνου για συμβάντα ASCVD που δεν είναι χαμηλός.

Διαβάστε περισσότερα


Στικτές μικροαιμορραγίες (microbleeds) και έκβαση σε ασθενείς με οξύ αγγειακό ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο και κολπική μαρμαρυγή που λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή per os 

(Microbleeds and Outcome in Patients With Acute Ischemic Stroke and Atrial Fibrillation Taking Anticoagulants https://doi.org/10.1161/STROKEAHA.120.030300 Full article available at: https://www.ahajournals.org/doi/10.1161/STROKEAHA.120.030300)

Σε αυτή τη μελέτη κοόρτης συμμετείχαν 1742 ασθενείς με οξύ ισχαιμικό ΑΕΕ και κολπική μαρμαρυγή που έλαβαν αντιπηκτική αγωγή per os. Η παρουσία microbleeds συσχετίστηκε σημαντικά με τον κίνδυνο μελλοντικού μείζονος καρδιαγγειακού συμβάντος που περιλαμβάνει: οξύ ισχαιμικό ΑΕΕ, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό θάνατο (major adverse cerebrovascular and cardiovascular events- MACCE), κατόπιν προσαρμογής για συγχυτικούς παράγοντες σε ασθενείς με οξύ ισχαιμικό ΑΕΕ και κολπική μαρμαρυγή που έλαβαν αντιπηκτική αγωγή per os. Οι ασθενείς με ακριβώς 1 microbleed είχαν παρόμοιο ποσοστό MACCE, σε σύγκριση με εκείνους χωρίς microbleeds. Ωστόσο, ασθενείς με πολλαπλές microbleeds (≥2) είχαν σημαντικά υψηλότερο ποσοστό MACCE. Και οι δύο ομάδες με εν τω βάθει και λοβώδεις microbleeds είχαν συχνότερα MACCE από την ομάδα χωρίς microbleeds, ενώ το ποσοστό MACCE δεν ήταν διαφορετικό για διαφορετική τοποθεσία των microbleeds. Σε ασθενείς που έλαβαν βαρφαρίνη, οι microbleeds συσχετίστηκαν σημαντικά με κίνδυνο MACCE, αλλά όχι σε ασθενείς που έλαβαν νεώτερα αντιπηκτικά από του στόματος. Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι ο κίνδυνος μελλοντικού MACCE αυξήθηκε με την αύξηση του φορτίου των microbleeds σε ασθενείς με οξύ ισχαιμικό ΑΕΕ και κολπική μαρμαρυγή που έλαβαν αντιπηκτική αγωγή per os, ενώ η ανατομική θέση των microbleeds δεν επηρέασε τον κίνδυνο μελλοντικού MACCE. Αυτός ο κίνδυνος είναι πιο εμφανής σε ασθενείς που ελάμβαναν βαρφαρίνη.

Διαβάστε περισσότερα


Οι ασθενείς με νόσο COVID‐19 εμφανίζουν μειωμένη προπηκτική απόκριση των αιμοπεταλίων 

(COVID‐19 patients exhibit reduced procoagulant platelet responses https://doi.org/10.1111/jth.15107 Full article available at: https://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/jth.15107)

Υγιείς δότες και ασθενείς με νόσο COVID‐19 στρατολογήθηκαν από το University of Utah Hospital System. Απομονώθηκαν αιμοπετάλια και εξετάστηκε ο σχηματισμός προπηκτικών αιμοπεταλίων χρησιμοποιώντας ως δείκτες τη μεμβρανική έκφραση της φωσφατιδυλοσερίνης (μελετώντας με κυταρομετρία ροής την πρόσδεση αννεξίνης V στα αιμοπετάλια), καθώς και τη μιτοχονδριακή λειτουργία (προσδιορίζοντας το δυναμικό της μεμβράνης και  την παραγωγή ελευθέρων ριζών οξυγόνου). Ως ενεργοποιητές των αιμοπεταλίων χρησιμοποιήθηκαν η θρομβίνη και η κονβουλξίνη (αγωνιστής του αιμοπεταλιακού υποδοχέα του κολλαγόνου, GPVI). Επίσης,  μελετήθηκε σε πειραματόζωα η μικροαγγειακή πνευμονική θρόμβωση. Χρησιμοποιήθηκαν ποντίκια knockout ως προς τη μιτοχονδριακή πρωτεΐνη κυκλοφιλίνη D (CypD), που δεν είχαν την ικανότητα να σχηματίσουν προπηκτικά αιμοπετάλια (CypDplt -/-), για να διερευνηθεί ο ρόλος των προπηκτικών αιμοπεταλίων στην πνευμονική μικροαγγειακή θρόμβωση. Παρατηρήθηκε ότι τα αιμοπετάλια που απομονώθηκαν από ασθενείς με νόσο COVID‐19 είχαν μειωμένη ικανότητα να γίνουν προπηκτικά, σε σύγκριση με αυτά από υγιείς δότες, όπως αποδεικνύεται από τη μειωμένη μιτοχονδριακή εκπόλωση και τη μειωμένη μεμβρανική έκφραση της φωσφατιδυλοσερίνης μετά από διπλή διέγερση με θρομβίνη και κονβουλξίνη. Για να κατανοηθεί ο αντίκτυπος της μείωσης του σχηματισμού προπηκτικών αιμοπεταλίων in vivo, ποντίκια με ειδική διαγραφή της κυκλοφιλίνης D (που είναι ανεπαρκή στον σχηματισμό προπηκτικών αιμοπεταλίων) υποβλήθηκαν σε ένα μοντέλο πνευμονικής μικροαγγειακής θρόμβωσης στο οποίο τα αιμοπετάλια διαδραματίζουν τον κύριο ρόλο στην αγγειακή θρόμβωση. Ποντίκια με αιμοπετάλια που στερούνταν κυκλοφιλίνη D, και άρα είχαν μικρή προπηκτική ικανότητα, πέθαναν σημαντικά γρηγορότερα από πνευμονική μικροαγγειακή θρόμβωση σε σχέση με τα φυσιολογικά πειραματόζωα. Σημειώνεται ότι τα προπηκτικά αιμοπετάλια έχουν μεγάλη ικανότητα να προσδένονται με παράγοντες πήξης, όμως  έχουν μικρή ικανότητα να συσσωρεύονται. Αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η δυσλειτουργία των αιμοπεταλίων ως προς την ικανότητά τους να μετατραπούν σε προπηκτικά μπορεί να συμβάλλει στις θρομβωτικές επιπλοκές κατά τη διάρκεια της λοίμωξης από τον ιό SARS‐CoV‐2.

Διαβάστε περισσότερα

 

Κοινοποιήστε το...

Shares
Top
This site is registered on wpml.org as a development site. Switch to a production site key to remove this banner.